- ἀνωμολόγημαι
- ἀνομολογέομαιagree uponperf ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανομολογώ — (AM ἀνομολογῶ, έω) συμφωνώ, έρχομαι σε συμφωνία, παραδέχομαι μσν. (για τα βιβλία της Κ.Δ.) αναγνωρίζω ως κανονιστικό αρχ. (μεσ) 1. αποσπώ ομολογία από κάποιον 2. ανακεφαλαιώνω αυτά που έχουν λεχθεί 3. πληρώνω με επιταγή 4. (ο πρκ. με παθ. σημ.)… … Dictionary of Greek